πεντα-

πεντα-
και πεντ- και πενθ-, ΝΜΑ, πεντο-, Ν, πεντε-, Α
α' συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β' συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά-γωνος, πεντα-ετής, πεντα-σύλλαβος). Η αρχαιότερη μορφή τού α' συνθετικού είναι πέντε- (πρβλ. πεντέ-πηχυς, πεντε-σύριγγος) και πεντ-, με έκθλιψη πριν από λ. που αρχίζει από φωνήεν (πρβλ. πέντ-αθλος, πέντ-οζος) και πενθ-, όταν το αρκτικό φωνήεν τού β' συνθετικού δασύνεται (πρβλ. πενθ-ήμερος). Ο τ. πεντα-, που είναι και ο πιο συνηθισμένος, έχει σχηματιστεί αναλογικά προς τα επτα-, δέκα-, τετρα- (πρβλ. πεντά-εδρος, πεντά-μηνος). Στη Νέα Ελληνική απαντά και ο τ. πεντο-, με συνδετικό φωνήεν -ο- (πρβλ. πεντό-λιρο, πεντο-χίλιαρο). Ο τ. πεντα-, εξάλλου, σε ορισμένα συνθ. τής Νέας Ελληνικής λειτουργεί ως επιτατ. τής έννοιας τού β' συνθετικού (πρβλ. πεντα-κάθαρος, πεντά-μορφος, πεντ-άνοιχτος). Ανάλογη χρήση αριθμητικών προς επίταση τής έννοιας τού β' συνθετικού έχουμε και στα τρίο- (πρβλ. τρισ-άθλιος) και τετρα- (πρβλ. τετρά-παχος). Έχει διατυπωθεί, ωστόσο, η άποψη ότι το επιτατ. πεντα- προέρχεται από το πάντα με παρετυμολογική επίδραση τού πέντε. Στη χημεία το πεντ(α)- χρησιμοποιείται ως πρόθημα όρων για να δηλώσει την παρουσία είτε πέντε όμοιων ατόμων ή υποκατάστατων στο μόριο μιας χημικής ένωσης (πρβλ. πεντα-χλωριούχος φωσφόρος) είτε πέντε χαρακτηριστικών ομάδων στο μόριο μιας οργανικής ένωσης (πρβλ. πεντ-αμίνη, πεντα-φαινόλη) ή για να φανερώσει την παρουσία μιας αλυσίδας πέντε ατόμων άνθρακα σε μια οργανική ένωση (πρβλ. πεντ-άνιο).Σύνθ. με α' συνθετικό πεντα-, πεντ-, πενθ-, πεντο-, πέντε-
πενθήμερος, πενθημιμερής, πεντάβιβλος, πεντάβραχυς, πεντάγραμμος, πεντάγωνος, πενταδάκτυλος, πεντάδραχμος, πενταετηρίδα, πενταετής, πένταθλος, πεντάκλινος, πεντακόσιοι, πεντάλφα, πενταμερής, πεντάμετρος, πεντάμηνος, πεντάμορφος, πεντάπηχυς, πενταπλάσιος, πεντάπλεθρος, πενταπλός, πεντάπορος, πεντάπους, πεντάπυλος, πενταρχία, πεντάσημος, πενταστάδιος, πεντάστιχος, πεντάστοιχος, πεντασύλλαβος, πεντάσφαιρος, πεντάτευχος, πεντάτονος, πεντάφυλλος, πεντάφωτος, πεντάχορδος, πεντάχρονος, πεντήρης, πεντώνυχος
αρχ.
πενθημιδακτύλιος, πεντάγαμβρος, πεντάδωρος, πεντάειδος, πεντάζωνος, πεντάθετος, πένταιχμος, πεντακέλευθος, πεντακέφαλος, πεντάκλαδος, πεντακόλουρος, πεντακότυλος, πεντακυμία, πεντακωμία, πεντάκωπος, πεντάλεκτρος, πεντάλιτρος, πενταμαριτεύω πεντάμνους, πενταμοδιαίος, πενταμοιρία, πενταναΐα, πεντάνευρος, πεντάξεστος, πεντάτροπος, πενταφάρμακος, πενταφυής, πενταφύλακος, πενταφυλία, πενταχοίνικος, πεντέβαθμος, πεντεβάλανος, πεντεβόειος, πεντεκαίδεκα, πεντέκοσμος, πεντέλιθα, πεντεσύριγγος, πεντετάλαντος, πεντετριάζομαι, πεντέχους, πέντοζος, πεντόργυιος, πεντορκία, πεντόφθαλμος
μσν.
πένθεκτος, πεντάπτυχον, πενταπύργιον, πεντάριθμος, πεντάστεγος, πενταλόγιον, πεντέμυχος, πεντενιαύσιος
μσν.- νεοελλ.
πεντώνυμος
(νεολλ.) πεντάγλωσσος, πεντάδιπλος, πεντάδυμος, πεντάεδρος, πενταήμερος, πεντάκλιτος, πεντάκλωστος, πεντάκτινος, πεντάλεπτος, πεντάλοβος, πενταμελής, πενταμερία, πενταπέταλος, πεντάπλευρος, πενταποδία, πεντάπρακτος, πεντάπρωτοι, πεντασέλιδος, πεντασέπαλος, πεντάστηλος, πεντάτομος, πεντάφωνος, πεντάχρωμος, πεντόβωλα, πεντοζάλης, πεντόλιρο, πεντόφραγκο, πεντοχίλιαρο.Παραδείγματα λ. με επιτατ. πεντα-: πεντάγλυκος, πενταγνώστικος, πεντακάθαρος, πεντάκριβος, πεντάμονος, πεντάμορφος, πεντάνοιχτος, πεντάξενος, πεντάρφανος, πεντάσχημος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πεντα- — α συνθετικό αντί πέντε: Πεντάγωνο, πεντάγραμμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

  • πεντάμορφος — η, ο / πεντάμορφος και πεντέμορφος, ον, ΝΑ αυτός που έχει πέντε μορφές ή πέντε σχήματα νεοελλ. 1. πολύ όμορφος, πανέμορφος 2. το θηλ. ως ουσ. η Πεντάμορφη (λαογρ.) τύπος νέας κόρης με εκθαμβωτική ομορφιά, που είναι η αγαπημένη ηρωίδα πολλών… …   Dictionary of Greek

  • πεντάσχημος — η, ο / πεντάσχημος, ον, ΝΑ νεοελλ. ο υπερβολικά άσχημος αρχ. αυτός που έχει πέντε διαφορετικά σχήματα ή μορφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + σχημος (< σχῆμα), πρβλ. δεκά σχημος. Ο τ. με την νεοελλ. σημ. «υπερβολικά άσχημος» < πεντ με επιτ. σημ.… …   Dictionary of Greek

  • πεντεκαιπεντηκονταετής — και αττ. τ. πεντεκαιπεντηκονταέτης, ες, Α αυτός που έχει ηλικία πενήντα πέντε ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. πέντε καί πεντήκοντα + ετής / έτης (< ἔτος), πρβλ. πεντα ετής / πεντα έτης] …   Dictionary of Greek

  • τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …   Dictionary of Greek

  • τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… …   Dictionary of Greek

  • ῥιπέντα — ῥῑπέντα , ῥίπτω throw aor part pass neut nom/voc/acc pl ῥῑπέντα , ῥίπτω throw aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Torah — Sefer Torah at old Glockengasse Synagogue (reconstruction), Cologne The Torah (English pronunciation: /ˈtɔːrə/; Hebrew …   Wikipedia

  • List of Latin and Greek words commonly used in systematic names — Contents 1 List of words 1.1 A 1.2 B 1.3 C …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”